Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοκογλυφώ — τοκοφλυφῶ, έω, ΝΑ [τοκογλύφος] είμαι τοκοφλύφος … Dictionary of Greek
ζουρεύω — (Μ) [ζούρα II] τοκίζω, τοκογλυφώ … Dictionary of Greek